δόλος

δόλος
Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας σε τρίτο. Επίσης αποτελεί στοιχείο των ποινικών αδικημάτων. Ο δ. διαφέρει από την αμέλεια ως προς τη συνειδητότητα της συγκεκριμένης πράξης. Είναι, δηλαδή, η επιδίωξη ή και η απλή αποδοχή ενός αποτελέσματος που αντιστρατεύεται το δίκαιο. Με τον δ. επιδιώκεται να προκληθεί μια συγκεκριμένη νομική κατάσταση που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Μπορεί να είναι μια βίαιη πράξη ή χρησιμοποίηση αθέμιτων μέσων, αλλά και οποιαδήποτε πράξη αντίθετη από τον νόμο. Το αποτέλεσμά της, στην περίπτωση του αστικού αδικήματος, καθορίζεται από τη βλάβη του τρίτου γενικά, ενώ στο ποινικό δίκαιο πρέπει να προβλέπεται και να τιμωρείται από συγκεκριμένη νομική διάταξη. Ο δ. υπάρχει και όταν είναι ενδεχόμενος (dolus eventualis), όταν δηλαδή o πταίστης ελπίζει ότι το αποτέλεσμα δεν θα συμβεί, αλλά θα το αποδεχόταν στην περίπτωση που θα συνέβαινε. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δ. Παράλληλα, όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος, απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα. Όταν η σημασία του δ. είναι αποφασιστική για τον προσδιορισμό της θέλησης του υποκειμένου στο οποίο επιδρά o δ., δικαιολογεί ακύρωση της δικαιοπραξίας· στις άλλες περιπτώσεις μπορεί να δώσει λαβή σε αξίωση αποζημίωσης. Τον δ. αποκλείει η πλάνη ως προς το αντικείμενο (π.χ. δωρίζει κανείς ή καταστρέφει ένα αντικείμενο νομίζοντας ότι είναι δικό του). Στο ποινικό δίκαιο ο δ. είναι η βαρύτερη εκδήλωση υποκειμενικής υπαιτιότητας. Η δόλια προαίρεση υπάρχει όχι μόνο στις περιπτώσεις που ο δράστης επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα αλλά και όταν ακόμα ενεργεί σύμφωνα με την έννοια του ενδεχομένου δ. που αναφέρθηκε προηγουμένως. Κατά τις σύγχρονες πάντως αντιλήψεις του ποινικού δικαίου, σε όλες τις περιπτώσεις η συνείδηση του αδίκου, δηλαδή η συνείδηση ότι η συμπεριφορά είναι αντίθετη προς το δίκαιο, αποτελεί συστατικό στοιχείο του δ. Υπάρχει όμως ασυμφωνία ως προς τα φιλοσοφικά και ψυχολογικά στοιχεία του δ. και τη βάση διάκρισής του από την αμέλεια (διατυπώθηκαν θεωρίες της γνώσης, της παράστασης, των ελατηρίων κλπ.). Οι κυριότερες διακρίσεις του δ., κατά το ποινικό δίκαιο, είναι ο κύριος και ο παρεπόμενος (μετά την επέλευση του αποτελέσματος), ο ορισμένος και ο αόριστος, ο ορισμένος και ο γενικός, ο προμελετημένος και ο απρομελέτητος. Ο Π.Κ. διακρίνει τον ορισμένο από τον ενδεχόμενο δ. Κατά την απαρίθμηση των επιμέρους αξιόποινων αδικημάτων καθορίζεται, εξάλλου, πότε η δόλια προαίρεση αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή ορισμένης ποινής, γενικά βαρύτερης από την εκτέλεση παρόμοιων πράξεων από αμέλεια. Παράλληλα, δεν αγνοείται και η διάκριση μεταξύ προμελετημένου και απρομελέτητου δ., όπως, για παράδειγμα, με την αντιδιαστολή ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και εκείνης που αποφασίστηκε και εκτελέστηκε εν βρασμώ ψυχικής ορμής.
* * *
ο και δόλος, το (AM δόλος
Μ και δόλος, το και δόλον, το)
1. η τροφή που στερεώνεται σε αγκίστρι ή παγίδα για να πιάνουν ψάρια, ζώα ή πουλιά, δόλωμα, δέλεαρ
2. κάθε έντεχνο κατασκεύασμα (όργανο ή μέσο) για σύλληψη («ξύλινος δόλος» — ποντικοπαγίδα)
3. τέχνασμα, στρατήγημα, πανουργία
4. τάση, διάθεση για δολίευση, δολιότητα
νεοελλ.
(ως νομ. όρος) η βούληση να παραχθεί παράνομο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να επιφέρει ζημιά σε άλλον
αρχ.
1. κατάσκοπος
2. πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *del- «αποβλέπω, σκοπεύω, εκτιμώ». Συνδέεται με τα λατ. dolus, οσκ. dolom, αν αυτά δεν είναι ήδη δάνεια από την Ελληνική (πρβλ. και αρχ. ισλανδ. tal «λογαριασμός, λόγος», tāl «πονηριά, απάτη», αγγλοσαξ. tοēl «επιτίμηση»). Αν υποτεθεί ως αρχική η σημασία «θέλγητρο», τότε ο τ. δόλος μπορεί να συνδεθεί με το δέλεαρ, ενώ λιγότερο πιθανή είναι η σχέση του με το λατ. dolare και το αρχ. ελλ. δαιδάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δόλος — bait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — ο 1. η βούληση ή ο τρόπος για παραπλάνηση, πανουργία: Της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε χρησιμοποιώντας δόλο. 2. (νομ.), η εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, για την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι είναι άνομη: Είναι ένοχος, γιατί ενέργησε με δόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόλοι — δόλος bait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοιο — δόλος bait masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοις — δόλος bait masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισι — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισιν — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλον — δόλος bait masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλου — δόλος bait masc gen sg δολόω beguile pres imperat act 2nd sg δολόω beguile imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλους — δόλος bait masc acc pl δολόω beguile imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”